πρανοῦς

πρανοῦς
πρανής
with the face downwards
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
πρανόω
pres ind act 2nd sg (doric)
πρᾱνοῦς , πρηνής
with the face downwards
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • κολλούβιο — το γεωλ. συσσώρευση χαλαρών υλικών και κορημάτων στη βάση ενός πρανούς, λόγω κατολίσθησης ή επιφανειακής διάβρωσἠς του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. colluvium < μσν. λατ. colluvium < λατ. colluvies < λατ. colluere… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”